- κλήζω
- (I)κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω)καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ.β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.)αρχ.1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν», Αριστοφ.)2. μιλώ για κάποιον ή για κάτι, αναφέρω («πότερα γὰρ αὐτοῡ ζῶνος ἤ τεθνηκότος φάτις... ἐκλήζετο» — ανέφερε η φήμη, Αισχύλ.)3. επικροτώ, επιδοκιμάζω4. πάπ. επικαλούμαι5. διατάζω, προστάζω6. φρ. α) «θανὼν κλῄζεται» — αγγέλλεται ότι είναι νεκρός (Ευρ.)β) «οἷα κλήζεται» — καθώς λέγονται (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. τής λ. κλέος. Ο πιο εύχρηστος τ. είναι το κλῄζω, τού οποίου το -η- μπορεί να οφείλεται σε επίδραση τού καλῶ, που διαφαίνεται και στη σημ. «καλώ, ονομάζω». Ο σπανιότερος τ. κλεΐζω < *κλεFεσ-ίζω].————————(II)κλήζω (Α)βλ. κλείνω.
Dictionary of Greek. 2013.